Κυριακή 20 Ιουλίου 2025

Κύπρος1974. Από την πολιτική κρίση στην στρατιωτικη εισβολή . Πολιτικές αιτίες και στρατιωτικά συμπεράσματα απο την τουρκική εισβολή. Αρθρο του Γιάννη Στάθη.



Κύπρος1974. Από την πολιτική κρίση στην στρατιωτικη εισβολή . Πολιτικές αιτίες  και στρατιωτικά συμπεράσματα απο την τουρκική εισβολή.

Γιάννης Στάθης

Η τουρκική εισβολή στην Κύπρο τον Ιούλιο του 1974 αποτελεί ένα από τα πιο δραματικά και καθοριστικά γεγονότα της σύγχρονης κυπριακής και ελλαδικής ιστορίας. Η στρατιωτική επιχείρηση, η οποία  έφερε την κωδική ονομασία "Αττίλας", όχι μόνο άλλαξε το γεωπολιτικό τοπίο της Ανατολικής Μεσογείου, αλλά άφησε και ανεξίτηλα τραύματα στον κυπριακό λαό, με δεκάδες χιλιάδες εκτοπισμένους, νεκρούς και αγνοούμενους.

Πέρα από τις πολιτικές και διπλωματικές προεκτάσεις του Κυπριακού, το στρατιωτικό σκέλος της εισβολής παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, τόσο από την άποψη της στρατηγικής που ακολούθησαν οι τουρκικές δυνάμεις, όσο και από την πλευρά της άμυνας που επιχείρησαν να οργανώσουν οι κυπριακές και ελληνικές μονάδες. Η μελέτη των στρατιωτικών επιχειρήσεων, της προετοιμασίας ή της έλλειψής της, καθώς και της ανταπόκρισης των εμπλεκομένων δυνάμεων, φωτίζει πτυχές που συχνά παραμένουν στη σκιά της πολιτικής ανάλυσης.

Σκοπός του παρόντος δοκιμίου είναι να εστιάσει στην πολεμική διάσταση της τουρκικής εισβολής, να αναδείξει τα στρατηγικά σφάλματα και την ανισορροπία ισχύος, αλλά και να συμβάλει στο μέτρο του εφικτού , στην κατανόηση ενός τραγικού κεφαλαίου που συνεχίζει να επηρεάζει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και την πορεία της Κύπρου μέχρι σήμερα.

Αυτό το άρθρο δεν είναι μόνο ιστορία· είναι χρέος. Ένας φόρος τιμής σε όσους πολέμησαν, σε όσους χάθηκαν, και σε όσους ακόμα περιμένουν την επιστροφή.

 

Οι αιτίες της στρατιωτικής ήττας των Ελλήνων στην Κύπρο κατά την τουρκική εισβολή του 1974

Η τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974 αποτελεί μία από τις πλέον τραγικές στιγμές της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Η επιχείρηση "Αττίλας" που ξεκίνησε στις 20 Ιουλίου 1974 είχε ως αποτέλεσμα την κατοχή περίπου του 37% του κυπριακού εδάφους και την εγκαθίδρυση ντε φάκτο διαχωρισμού του νησιού. Η στρατιωτική ήττα των ελληνικών και κυπριακών δυνάμεων δεν μπορεί να αποδοθεί σε έναν και μόνο λόγο. Αντίθετα, αποτέλεσε προϊόν ενός πλέγματος πολιτικών, στρατηγικών, στρατιωτικών και διπλωματικών αστοχιών, που συνδυάστηκαν με την αποφασιστικότητα και τον καλύτερο σχεδιασμό της τουρκικής πλευράς.

1. Η πολιτική αποσταθεροποίηση στην Κύπρο και το πραξικόπημα

Η αφετηρία των γεγονότων που οδήγησαν στην εισβολή ήταν το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974 κατά του προέδρου Μακαρίου από την Εθνοφρουρά, καθοδηγούμενη από τη στρατιωτική δικτατορία της Ελλάδας και την οργάνωση ΕΟΚΑ Β'. Το πραξικόπημα αποδυνάμωσε πλήρως την άμυνα της Κύπρου και δημιούργησε ένα κενό εξουσίας που η Τουρκία εκμεταλλεύτηκε άμεσα, επικαλούμενη το δικαίωμα επέμβασης των εγγυητριών δυνάμεων βάσει της Συνθήκης Εγγυήσεως του 1960.

2. Αποδιοργάνωση των ενόπλων δυνάμεων και έλλειψη ετοιμότητας

Οι ελληνικές και κυπριακές δυνάμεις δεν ήταν προετοιμασμένες για μια μεγάλης κλίμακας απόβαση. Το πραξικόπημα είχε οδηγήσει σε αποδιοργάνωση των μονάδων, ενώ η στρατιωτική ηγεσία είχε εστιάσει στην καταστολή εσωτερικών αντιπάλων του καθεστώτος και όχι στην άμυνα έναντι εξωτερικού εχθρού. Παρά τις πληροφορίες για συγκέντρωση τουρκικών δυνάμεων απέναντι από την Κύπρο, δεν ελήφθησαν προληπτικά μέτρα.

 

3. Στρατιωτική υπεροχή και στρατηγική αποφασιστικότητα της Τουρκίας

Η Τουρκία προχώρησε σε συντονισμένη απόβαση στην Κερύνεια με τη στήριξη αεροπορικών και ναυτικών δυνάμεων. Η υπεροχή της ήταν εμφανής σε αριθμό στρατιωτών, εξοπλισμό και μέσα. Επιπλέον, η Άγκυρα επέδειξε στρατηγική σταθερότητα, προχωρώντας σε δεύτερη φάση της επιχείρησης ("Αττίλας 2") τον Αύγουστο, κατοχυρώνοντας τον έλεγχο της βόρειας Κύπρου.

4. Διπλωματική αδράνεια και έλλειψη διεθνούς πίεσης

Η διεθνής κοινότητα αντέδρασε χλιαρά. Ο ΟΗΕ περιορίστηκε σε γενικές εκκλήσεις για κατάπαυση του πυρός, ενώ η Μεγάλη Βρετανία, ως εγγυήτρια δύναμη, δεν παρενέβη στρατιωτικά. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, εν μέσω του σκανδάλου Watergate και της παραίτησης του Νίξον, παρέμειναν αδρανείς. Η Ελλάδα, σε καθεστώς δικτατορίας και χωρίς διεθνή υποστήριξη, δεν είχε το διπλωματικό βάρος για να αποτρέψει την επέμβαση ή να εξασφαλίσει έγκαιρη βοήθεια.

 

5. Έλλειψη στρατηγικού σχεδίου άμυνας

Δεν υπήρξε ενιαίος και πλήρως εφαρμοσμένος αμυντικός σχεδιασμός από τις ελληνικές και κυπριακές αρχές. Οι αμυντικές γραμμές της Κύπρου ήταν ελλιπείς, οι επικοινωνίες προβληματικές και οι δυνάμεις διεσπαρμένες. Παρότι υπήρξαν ηρωικές αντιστάσεις σε συγκεκριμένες περιοχές (όπως στον Πενταδάκτυλο ή στη Μια Μηλιά), δεν υπήρξε συνολική στρατηγική σύμπνοια ή αντεπίθεση.

 

6. Η εσωτερική κατάρρευση της ελληνικής Χούντας

Η τουρκική εισβολή συνέβαλε στην τελική κατάρρευση της ελληνικής δικτατορίας. Η ανικανότητα της στρατιωτικής ηγεσίας να προστατεύσει την Κύπρο ανέδειξε την αποτυχία της και οδήγησε στην αποκατάσταση της Δημοκρατίας στην Ελλάδα. Ωστόσο, για την Κύπρο, η ήττα είχε ήδη συντελεστεί με βαρύ ανθρώπινο και εδαφικό κόστος.

 

 

Συμπεράσματα

Η στρατιωτική ήττα στην Κύπρο το 1974 δεν ήταν αναπόφευκτη, αλλά αποτέλεσε συνέπεια μιας σειράς λανθασμένων πολιτικών και στρατιωτικών αποφάσεων, ενός διχασμένου εσωτερικού μετώπου, καθώς και ανεπάρκειας στην εθνική στρατηγική σχεδίαση. Το πραξικόπημα, η απουσία εθνικής ενότητας, η κακή οργάνωση και η διεθνής αδιαφορία έδωσαν στην Τουρκία την ευκαιρία να πετύχει τους στρατιωτικούς της στόχους με σχετική ευκολία. Η τραγωδία της Κύπρου αποτελεί ένα ιστορικό μάθημα για τις καταστροφικές συνέπειες του εσωτερικού διχασμού και της απομάκρυνσης από τις αρχές του δημοκρατικού διαλόγου και της εθνικής συνεννόησης.

 

Αποδιοργάνωση των ενόπλων δυνάμεων και έλλειψη αποφασιστικότητας και ετοιμότητας κατά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο

Η αποτυχία της στρατιωτικής άμυνας της Κύπρου το 1974 οφείλεται, σε μεγάλο βαθμό, στην αποδιοργάνωση των ενόπλων δυνάμεων και στην έλλειψη αποφασιστικότητας και ετοιμότητας απέναντι στην τουρκική απειλή. Την περίοδο της εισβολής, η Εθνική Φρουρά της Κύπρου και το ελληνικό στρατιωτικό απόσπασμα (ΕΛΔΥΚ) βρίσκονταν σε κατάσταση εσωτερικής κρίσης, λόγω του πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου. Οι στρατιωτικές δυνάμεις, αντί να προετοιμάζονται για μια ενδεχόμενη τουρκική επέμβαση, είχαν εμπλακεί στην καταστολή εσωτερικών αντιφρονούντων και στην επιβολή της εξουσίας της πραξικοπηματικής κυβέρνησης. Αυτή η μετατόπιση προτεραιοτήτων αποδυνάμωσε την επιχειρησιακή τους ετοιμότητα και κατέστησε τις γραμμές άμυνας ευάλωτες.

 

Επιπλέον, παρά τις πληροφορίες που υπήρχαν για συγκέντρωση τουρκικών δυνάμεων στα παράλια της Μερσίνας, δεν λήφθηκαν έγκαιρα αποτρεπτικά μέτρα ούτε εφαρμόστηκαν σοβαρά σχέδια κινητοποίησης ή ενίσχυσης της άμυνας στις βόρειες ακτές. Η στρατιωτική ηγεσία της Χούντας στην Αθήνα ήταν αναποφάσιστη, ανεπαρκώς ενημερωμένη και επιρρεπής σε εσωτερικές διαμάχες, ενώ πολλοί αξιωματικοί είτε δεν διέθεταν εμπειρία μάχης είτε προωθήθηκαν με πολιτικά κριτήρια. Κατά τη διάρκεια της απόβασης στην Κερύνεια, οι αντιδράσεις υπήρξαν ασυντόνιστες και αποσπασματικές, με αποτέλεσμα να χαθούν πολύτιμες ευκαιρίες για αναχαίτιση του εχθρού στις πρώτες ώρες της εισβολής.

 

Την ίδια στιγμή, ο ελλιπής εξοπλισμός, η ανεπαρκής εκπαίδευση, οι προβληματικές επικοινωνίες και η απουσία συνολικού σχεδίου αντίστασης συνέβαλαν σε μια γρήγορη κατάρρευση των αμυντικών γραμμών σε πολλές περιοχές. Παρά τις ηρωικές προσπάθειες κάποιων μονάδων (όπως ΕΛΔΥΚ, Λόχος 33 Μοίρας Καταδρομών), η έλλειψη στρατηγικού συντονισμού και ενιαίας διοίκησης επέτρεψε στις τουρκικές δυνάμεις να εδραιώσουν τα προγεφυρώματά τους και να προχωρήσουν ανενόχλητες στη δεύτερη φάση της εισβολής (Αύγουστος 1974).

 

Συμπερασματικά, η αποδιοργάνωση και η έλλειψη αποφασιστικότητας και ετοιμότητας αποτέλεσαν κρίσιμους παράγοντες της στρατιωτικής αποτυχίας της ελληνικής πλευράς στην Κύπρο. Η έλλειψη πολιτικής σταθερότητας, η διοικητική σύγχυση και η ανικανότητα αντίδρασης σε συνθήκες κρίσης κατέδειξαν την ανεπάρκεια του στρατιωτικού καθεστώτος να διαχειριστεί μια πραγματική πολεμική απειλή και άφησαν ανεξίτηλα τα σημάδια τους στην ιστορική πορεία του Κυπριακού προβλήματος

 

Έλλειψη στρατηγικού σχεδίου άμυνας κατά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο

 

Η τουρκική εισβολή στην Κύπρο το καλοκαίρι του 1974 ανέδειξε με δραματικό τρόπο την απουσία ολοκληρωμένου στρατηγικού σχεδίου άμυνας εκ μέρους της ελληνικής και κυπριακής πλευράς. Αν και η Τουρκία είχε δείξει εδώ και καιρό τις προθέσεις της, μέσω δηλώσεων, στρατιωτικών ασκήσεων και συγκέντρωσης δυνάμεων στην απέναντι μικρασιατική ακτή, η αντίδραση των αρμοδίων υπήρξε ανεπαρκής, αποσπασματική και χωρίς συνοχή. Το γεγονός ότι η επιχείρηση "Αττίλας" προχώρησε σχεδόν απρόσκοπτα καταδεικνύει τη βαθιά στρατηγική ανεπάρκεια της ελληνικής πλευράς, τόσο σε επίπεδο σχεδιασμού όσο και εφαρμογής.

 

Καταρχάς, η Κυπριακή Εθνική Φρουρά, υπό τον έλεγχο της ελληνικής Χούντας, είχε προσανατολιστεί σε εσωτερικής φύσεως επιχειρήσεις, όπως η καταστολή αντιφρονούντων και η στήριξη του πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου, αντί να προετοιμάζεται για την αντιμετώπιση εξωτερικής εισβολής. Δεν υπήρχε σαφές αμυντικό δόγμα σε περίπτωση τουρκικής επίθεσης, ούτε καλά μελετημένα επιχειρησιακά σενάρια με βάση τον γεωγραφικό και στρατιωτικό χάρτη της Κύπρου. Οι γραμμές άμυνας στις περιοχές Κερύνειας και Μιας Μηλιάς ήταν αδύναμες, ενώ βασικοί τομείς (όπως η ακτογραμμή του Πενταδακτύλου) δεν διέθεταν σοβαρή θωράκιση.

 

Επιπλέον, η συνεργασία μεταξύ της Ελλάδας και της Κύπρου ήταν ελλιπέστατη, με την πολιτική και στρατιωτική ηγεσία στην Αθήνα να αγνοεί πολλές φορές τις τοπικές ανάγκες και ιδιαιτερότητες. Η επιτελική διοίκηση βρισκόταν σε σύγχυση, καθώς δεν είχε ληφθεί καμία απόφαση για την ενεργοποίηση πλήρους άμυνας, ούτε είχε προβλεφθεί συντονισμός μεταξύ των δυνάμεων της ΕΛΔΥΚ, των Κυπρίων εφέδρων και των μονάδων καταδρομών. Το σχέδιο "Αφροδίτη", που υποτίθεται ότι προέβλεπε την απόκρουση απόβασης, παρέμεινε ανεφάρμοστο, ενώ οι δυνάμεις κινητοποιήθηκαν με καθυστέρηση και χωρίς ενιαία καθοδήγηση.

 

Ακόμη και κατά τη διάρκεια της εισβολής, δεν εκπονήθηκε κάποιο εναλλακτικό σχέδιο αντίστασης ή αναχαίτισης. Η τουρκική προέλαση αντιμετωπίστηκε αποσπασματικά, με απομονωμένες και ασυντόνιστες ενέργειες, πολλές από τις οποίες βασίστηκαν στην πρωτοβουλία μεμονωμένων αξιωματικών. Η απουσία ενός ευρύτερου σχεδίου είχε ως συνέπεια την αποδιοργάνωση της άμυνας και την εγκατάλειψη στρατηγικά κρίσιμων περιοχών.

 

Συμπερασματικά, η έλλειψη στρατηγικού σχεδίου άμυνας υπήρξε κρίσιμος παράγοντας της στρατιωτικής αποτυχίας του 1974. Η κυπριακή τραγωδία δεν ήταν μόνο αποτέλεσμα της τουρκικής υπεροπλίας, αλλά και της βαθιάς εσωτερικής ανεπάρκειας στον στρατιωτικό σχεδιασμό. Το έλλειμμα ετοιμότητας και συντονισμού ανέδειξε τις αδυναμίες ενός κράτους που, παρότι γνώριζε τον κίνδυνο, δεν προετοίμασε ποτέ ένα συνεκτικό σχέδιο για να τον αντιμετωπίσει.

 

Η απουσία ηγεσίας ως αιτία της ήττας κατά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974

 

Η απουσία ηγεσίας, τόσο σε πολιτικό όσο και σε στρατιωτικό επίπεδο, υπήρξε ένας από τους καθοριστικούς παράγοντες που οδήγησαν στην ήττα των ελληνικών και κυπριακών δυνάμεων κατά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974. Σε μια κρίσιμη ιστορική καμπή, όπου απαιτούνταν αποφασιστικότητα, συντονισμός και ψυχραιμία, κυριάρχησαν η σύγχυση, η ατολμία και η έλλειψη στρατηγικής καθοδήγησης. Η Ελλάδα τελούσε υπό το αυταρχικό και εσωτερικά αποδυναμωμένο καθεστώς της Χούντας, ενώ στην Κύπρο επικρατούσε πολιτική αναταραχή, αμέσως μετά το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η απουσία στιβαρής και νομιμοποιημένης ηγεσίας κατέστησε το νησί εύκολο στόχο στρατιωτικής εκμετάλλευσης από την Τουρκία.

 

Σε στρατιωτικό επίπεδο, η διοίκηση της Εθνικής Φρουράς και των ελληνικών δυνάμεων (ΕΛΔΥΚ) βρισκόταν σε σύγχυση. Αξιωματικοί τοποθετημένοι από τη Χούντα στερούνταν οράματος και εμπειρίας μάχης, ενώ το γενικό επιτελείο στην Αθήνα παρακολουθούσε τις εξελίξεις χωρίς ενιαίο σχέδιο ή σαφείς εντολές προς τις μονάδες στο νησί. Οι αποφάσεις λαμβάνονταν καθυστερημένα ή δεν λαμβάνονταν καθόλου. Το πραξικόπημα είχε αποδιοργανώσει εντελώς τη διοικητική δομή και είχε υπονομεύσει την εμπιστοσύνη μεταξύ των επιτελών, ενώ ακόμα και όταν ξεκίνησε η τουρκική απόβαση στην Κερύνεια, κανείς δεν ανέλαβε ουσιαστικά την ευθύνη του γενικού συντονισμού της άμυνας.

 

Στο πολιτικό επίπεδο, η ανατροπή του Μακαρίου και η εγκαθίδρυση του Νίκου Σαμψών στην προεδρία, χωρίς ευρεία αποδοχή, είχε καταρρακώσει την πολιτική νομιμότητα. Ο κυπριακός λαός ήταν βαθιά διχασμένος, ενώ το κράτος δεν διέθετε σταθερή εξουσία για να οργανώσει ή να εμπνεύσει αποτελεσματική άμυνα. Από την άλλη πλευρά, η Αθήνα, με τον Ιωαννίδη και τους συνταγματάρχες, απέτυχε να δώσει σαφή πολιτική γραμμή ή να ηγηθεί μιας εθνικής αντίστασης, ενώ η κατάρρευση της Χούντας στις 23 Ιουλίου συνέβαλε στην πλήρη αποδιοργάνωση.

 

Αντίθετα, η τουρκική πλευρά παρουσίασε αποφασιστική και οργανωμένη ηγεσία. Η κυβέρνηση του Μπουλέντ  Ετζεβίτ σχεδίασε μεθοδικά την επιχείρηση, εξασφάλισε πολιτική ενότητα και προχώρησε με συντονισμένες στρατιωτικές κινήσεις. Αυτό το χάσμα ποιότητας ηγεσίας μεταξύ των δύο πλευρών αποτέλεσε καταλυτικό παράγοντα για την τελική έκβαση της σύγκρουσης.

 

Συμπερασματικά, η απουσία πραγματικής ηγεσίας – πολιτικής και στρατιωτικής – στην ελληνική και κυπριακή πλευρά την περίοδο της τουρκικής εισβολής οδήγησε σε μια ανεξέλεγκτη κατάρρευση της άμυνας, με ανυπολόγιστες συνέπειες για τον κυπριακό λαό και τη γεωπολιτική σταθερότητα στην Ανατολική Μεσόγειο. Η περίπτωση αυτή υπογραμμίζει το κρίσιμο βάρος της ηγεσίας σε περιόδους εθνικής κρίσης: χωρίς ενότητα, αποφασιστικότητα και οργανωτική επάρκεια, ακόμη και ένας λαός με γενναίους στρατιώτες δεν μπορεί να αποτρέψει την καταστροφή.

Η  έλλειψη αποφασιστικότητας  στη λήψη κρίσιμων  αποφάσεων από την ελληνική πλευρά κατά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο (1974)

Η τουρκική εισβολή στην Κύπρο τον Ιούλιο του 1974 δεν ήταν ένα ξαφνικό γεγονός, αλλά μια προβλέψιμη κατάληξη χρόνιων εντάσεων. Ωστόσο, η ελληνική πλευρά απέτυχε να αντιδράσει με αποφασιστικότητα στη λήψη κρίσιμων αποφάσεων, τόσο πριν όσο και κατά τη διάρκεια των στρατιωτικών επιχειρήσεων. Η απουσία ξεκάθαρων, άμεσων και ψύχραιμων αποφάσεων – σε πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο – αποδείχθηκε μοιραία για την έκβαση της σύγκρουσης.

 

Καταρχάς, η δικτατορική κυβέρνηση των Αθηνών υπό τον Δημήτρη Ιωαννίδη δεν είχε ξεκάθαρη στρατηγική για την Κύπρο, παρ’ ότι επεδίωκε την ένωση μέσω πραξικοπηματικών μέσων. Το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974, που ανέτρεψε τον Πρόεδρο Μακάριο, όχι μόνο αποσταθεροποίησε το νησί εσωτερικά, αλλά και προκάλεσε την Τουρκία να αντιδράσει δυναμικά, επικαλούμενη τα εγγυητικά της δικαιώματα. Παρά τα προειδοποιητικά σημάδια (κινήσεις του τουρκικού στόλου, συγκέντρωση δυνάμεων απέναντι από την Κύπρο), η ελληνική πλευρά καθυστέρησε δραματικά να λάβει αποφάσεις για στρατιωτική προετοιμασία ή ενίσχυση της άμυνας του νησιού.

 

Όταν ξεκίνησε η απόβαση στις 20 Ιουλίου, η αντίδραση της στρατιωτικής ηγεσίας ήταν ανεπαρκής και αργή. Δεν ενεργοποιήθηκε άμεσα κανένα συντονισμένο σχέδιο άμυνας, ενώ επικράτησε σύγχυση μεταξύ των στρατιωτικών επιτελείων Ελλάδας και Κύπρου. Αντί να ληφθούν αποφάσεις για μαζική κινητοποίηση, ενίσχυση ή αεροπορική υποστήριξη, η ελληνική διοίκηση εστίασε στο εσωτερικό της επιβίωσης, καθώς το καθεστώς της Χούντας κλονιζόταν εκ των έσω. Η στρατιωτική διοίκηση δίσταζε να εμπλακεί πλήρως, φοβούμενη μια γενικευμένη σύρραξη με την Τουρκία ή ακόμα και την κατάρρευση του καθεστώτος στην Ελλάδα.

 

Από την άλλη πλευρά, η Τουρκία επέδειξε αποφασιστικότητα, σαφή στόχους και ταχύτητα στη λήψη και εκτέλεση των αποφάσεων, γεγονός που της εξασφάλισε στρατηγικό πλεονέκτημα. Η αντίθεση είναι εντυπωσιακή: ενώ στην Αθήνα επικρατούσε παραλυσία, στην Άγκυρα είχε ήδη υλοποιηθεί το σχέδιο "Αττίλας 1", με άμεση εφαρμογή και στρατηγική συνέπεια.

 

Συμπερασματικά, η έλλειψη αποφασιστικότητας στη λήψη κρίσιμων αποφάσεων από την ελληνική πλευρά υπήρξε βασικός λόγος για την αποτυχία αντιμετώπισης της τουρκικής εισβολής. Σε καταστάσεις εθνικής κρίσης, η αναβλητικότητα και η ατολμία ισοδυναμούν με ήττα. Η περίπτωση της Κύπρου το 1974 αποτελεί εμβληματικό παράδειγμα των τραγικών συνεπειών που μπορεί να έχει η πολιτική και στρατιωτική αδράνεια σε κρίσιμες ιστορικές στιγμές.

Επιχειρησιακή ικανότητα και αποτελεσματικότητα των τουρκικών και των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων κατά την εισβολή του 1974 στην Κύπρο

 

Η τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974, γνωστή ως Επιχείρηση «Αττίλας», υπήρξε καθοριστικό γεγονός της σύγχρονης ελληνικής και κυπριακής ιστορίας. Ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία που καθόρισαν την έκβαση των επιχειρήσεων ήταν η διαφορά στην αποτελεσματικότητα των ενόπλων δυνάμεων των δύο πλευρών. Η σύγκριση μεταξύ των τουρκικών και των ελληνικών-κυπριακών δυνάμεων αποκαλύπτει ουσιώδεις διαφορές στον σχεδιασμό, την προετοιμασία, την επιχειρησιακή ετοιμότητα και τη διοίκηση.

 

1. Οργανωτικός και Επιχειρησιακός Σχεδιασμός

 

Η Τουρκία, πριν την εισβολή, είχε εκπονήσει ένα καλά μελετημένο στρατηγικό σχέδιο, το οποίο βασιζόταν σε συγκεκριμένους πολιτικούς και στρατιωτικούς στόχους. Η Επιχείρηση «Αττίλας 1» πραγματοποιήθηκε με συντονισμένες ενέργειες ξηράς, αέρος και θαλάσσης. Οι τουρκικές δυνάμεις έδρασαν με πειθαρχία, συνέπεια και ταχύτητα, καταλαμβάνοντας στρατηγικά σημεία όπως η Κερύνεια και η Λευκωσία. Η διοίκηση ήταν ενιαία, με σαφείς διαταγές και προτεραιότητες.

 

Αντιθέτως, οι ελληνικές και κυπριακές δυνάμεις υπέφεραν από αποδιοργάνωση και ασυνεννοησία. Η Εθνική Φρουρά της Κύπρου είχε αποδυναμωθεί μετά το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974 και η ΕΛΔΥΚ (Ελληνική Δύναμη Κύπρου) είχε περιορισμένο αριθμό και δυνατότητες. Δεν υπήρχε ενιαίο σχέδιο άμυνας, ενώ πολλές εντολές δίνονταν καθυστερημένα ή αντιφατικά.

 

2. Πολεμική Ετοιμότητα και Υποδομές

Οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις διέθεταν υπεροχή σε υλικό και εξοπλισμό, ιδιαίτερα σε θωρακισμένα μέσα, αεροπορική κάλυψη και μεταφορικά μέσα. Η χρήση μεταγωγικών αεροσκαφών, αρμάτων μάχης και ελικοπτέρων έδωσε στην Τουρκία ένα σαφές πλεονέκτημα. Επιπλέον, η αποβατική επιχείρηση υποστηρίχθηκε από το τουρκικό ναυτικό, με σαφώς ανώτερες δυνατότητες από την πλευρά των Κυπρίων και Ελλήνων.

 

Αντίθετα, η ελληνική πλευρά παρουσίασε έλλειψη αεροπορικής και ναυτικής υποστήριξης, ενώ η Εθνική Φρουρά είχε περιορισμένα μέσα και πολλά προβλήματα στη συντήρηση του εξοπλισμού της. Η πολεμική ετοιμότητα ήταν χαμηλή και η επιστράτευση εφέδρων καθυστέρησε ή έγινε άτακτα.

3. Ηθικό και Αντοχή των Μονάδων

Παρά τις αντικειμενικές αδυναμίες, πολλές μονάδες της Εθνικής Φρουράς και της ΕΛΔΥΚ επέδειξαν ηρωισμό και αποφασιστικότητα, ειδικά στη Μάχη του Πενταδακτύλου και στην υπεράσπιση της Λευκωσίας. Ωστόσο, το ηθικό επηρεάστηκε αρνητικά από την έλλειψη ενιαίας διοίκησης και τη γενικότερη πολιτική αστάθεια.

 

Οι τουρκικές δυνάμεις, αν και βρέθηκαν αντιμέτωπες με αντίσταση σε ορισμένα μέτωπα, είχαν υψηλό ηθικό, καλά εφοδιασμένες μονάδες και καλύτερη υποστήριξη σε επίπεδο επιμελητείας και διοικητικής μέριμνας.

4. Πολιτική Ηγεσία και Διοίκηση

Η τουρκική κυβέρνηση υπό τον Μπουλέντ Ετζεβίτ ενήργησε αποφασιστικά, με σαφή στρατηγική και εθνική ενότητα. Οι αποφάσεις λαμβάνονταν γρήγορα και εφαρμόζονταν άμεσα. Η στρατιωτική ηγεσία είχε την πλήρη στήριξη της πολιτικής.

Αντίθετα, η ελληνική πλευρά βρισκόταν σε πολιτικό χάος. Η κατάρρευση της Χούντας στις 23 Ιουλίου άφησε κενό εξουσίας, ενώ οι πολιτικοί ηγέτες που ανέλαβαν στη μεταπολίτευση κληρονόμησαν ένα πολεμικό σκηνικό χωρίς περιθώριο δράσης. Η συνεννόηση ανάμεσα στην Αθήνα και τη Λευκωσία ήταν ελλιπής, και η έλλειψη πολιτικής βούλησης απέτρεψε την πλήρη στρατιωτική εμπλοκή της Ελλάδας.

 

Συμπεράσματα

Η τουρκική στρατιωτική επιτυχία στην Κύπρο το 1974 οφείλεται σε ανώτερη οργανωτική, επιχειρησιακή και πολιτική αποτελεσματικότητα. Η ελληνική και κυπριακή πλευρά, παρά την αυτοθυσία πολλών μαχητών, δεν κατάφερε να οργανώσει αντίσταση ανάλογη του μεγέθους της απειλής, εξαιτίας της έλλειψης στρατηγικού σχεδιασμού, επάρκειας και ενότητας. Η σύγκριση αποδεικνύει πως σε έναν πόλεμο, πέρα από τον εξοπλισμό, κρίσιμη είναι η ικανότητα λήψης αποφάσεων και ο συντονισμός ανάμεσα στη στρατιωτική και πολιτική ηγεσία.

 

Μάχες που έσωσαν την τιμή των όπλων κατά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο (1974)

Παρά την οργανωμένη επίθεση της Τουρκίας, την αριθμητική και τεχνολογική της υπεροχή, καθώς και την αποδιοργάνωση της ελληνικής και κυπριακής διοίκησης, πολλές μονάδες και στρατιώτες πολέμησαν γενναία, με αυταπάρνηση, σώζοντας την εθνική αξιοπρέπεια. Ακολουθούν χαρακτηριστικές μάχες που αναγνωρίζονται ιστορικά για τον ηρωισμό τους.

Μάχη του Στρατοπέδου ΕΛΔΥΚ (14–16 Αυγούστου 1974)

Η σημαντικότερη ίσως μάχη της ΕΛΔΥΚ. Περίπου 300 Έλληνες στρατιώτες πολέμησαν εναντίον χιλιάδων Τούρκων με άρματα, πυροβολικό και αεροπορική υποστήριξη.Οι άνδρες της ΕΛΔΥΚ αρνήθηκαν να υποχωρήσουν, πολεμώντας μέχρι τέλους για την υπεράσπιση του στρατοπέδου.

Οι απώλειες ήταν βαριές (νεκροί, τραυματίες και αγνοούμενοι), αλλά η αντίσταση θεωρείται σύμβολο ανδρείας και αυτοθυσίας.

 Μάχη του Αεροδρομίου Λευκωσίας (20–22 Ιουλίου 1974)

Οι δυνάμεις της ΕΦ και της ΕΛΔΥΚ, με τη συνδρομή του 33ου Λόχου Καταδρομών, κατάφεραν να ανακόψουν την τουρκική προέλαση.Οι Τούρκοι προσπάθησαν να καταλάβουν το αεροδρόμιο – στρατηγικής σημασίας – αλλά απωθήθηκαν με σημαντικές απώλειες. Η θέση κρατήθηκε  μέχρι το τέλος, και παραδόθηκε μόνο με την εκεχειρία.

 Μάχη του Αγίου Ιλαρίωνα – Πενταδάκτυλος (20–23 Ιουλίου)

Οι άνδρες του 281ου Τάγματος Πεζικού και μονάδες εφέδρων αντιστάθηκαν σθεναρά στην τουρκική προώθηση μέσα από το δύσβατο βουνό. Οι Τούρκοι καθηλώθηκαν για ημέρες, παρά την υπεροχή τους.Η αντίσταση ανέκοψε τα τουρκικά σχέδια για άμεση κατάληψη της Λευκωσίας.

 

Παρόλο που η στρατηγική ήττα ήταν αδιαμφισβήτητη, οι παραπάνω μάχες απέδειξαν την αξία του Έλληνα και Κύπριου στρατιώτη όταν καλείται να υπερασπιστεί την πατρίδα του. Διέσωσαν  ιστορικά την τιμή των ελληνικών όπλων μέσα σε ένα περιβάλλον πολιτικής και στρατιωτικής σύγχυσης και λειτούργησαν  ως παραδείγματα στρατιωτικής αρετής, αποφασιστικότητας και ηρωισμού.

 

Διδάγματα και Συμπεράσματα από την Ήττα κατά την Τουρκική Εισβολή στην Κύπρο (1974)

Η τουρκική εισβολή στην Κύπρο τον Ιούλιο και Αύγουστο του 1974 αποτέλεσε μια από τις σημαντικότερες και τραγικότερες στιγμές της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Παρά την αυταπάρνηση και τον ηρωισμό των μαχόμενων στρατιωτών, η ελληνική και ελληνοκυπριακή πλευρά υπέστη στρατηγική ήττα. Η εξέταση των αιτίων και των συνεπειών της επιχείρησης «Αττίλας» οδηγεί σε πολύτιμα διδάγματα – στρατιωτικά, πολιτικά, διπλωματικά και εθνικά.

 1. Έλλειψη στρατηγικού σχεδιασμού και ετοιμότητας

Η ελληνική πλευρά δεν διέθετε ολοκληρωμένο επιχειρησιακό σχέδιο άμυνας της Κύπρου, παρότι η απειλή τουρκικής εισβολής ήταν γνωστή από τη δεκαετία του 1960.

Το Σχέδιο «ΑΦΡΟΔΙΤΗ» δεν υλοποιήθηκε ποτέ ουσιαστικά, και δεν υπήρξε συντονισμός μεταξύ των Ενόπλων Δυνάμεων Ελλάδας – Κύπρου.

 2. Πολιτικο-στρατιωτική ασυνεννοησία και κρίση ηγεσίας

Η Αθήνα, υπό στρατιωτική δικτατορία, λειτουργούσε με αποδιοργάνωση, σύγχυση και φόβο διεθνούς εμπλοκής.

Η χούντα κατέρρευσε λίγες μέρες μετά την εισβολή, ενώ η πολιτική ηγεσία στην Κύπρο (Μακάριος vs. Σαμψών) άλλαζε εν μέσω κρίσης.

 3. Υπερεκτίμηση δυνατοτήτων – Υποτίμηση απειλής

Η χούντα πίστευε λανθασμένα πως η Τουρκία δεν θα εισέβαλε ή ότι αν εισέβαλε, θα ήταν σε περιορισμένη έκταση.Αντιθέτως, η Τουρκία εφάρμοσε άμεσα και αποτελεσματικά το σχέδιο «Αττίλας», με αποφασιστικότητα.

 4. Απουσία διεθνούς στήριξης & αδυναμία διπλωματικής αντίδρασης

Η Ελλάδα ήταν διπλωματικά απομονωμένη λόγω της δικτατορίας.Οι μεγάλες δυνάμεις (ΗΠΑ, Βρετανία, ΝΑΤΟ) κράτησαν στάση ανοχής ή ουδετερότητας, ενώ η ΕΣΣΔ περιορίστηκε σε ρητορική καταδίκη.

Μονάδες όπως η ΕΛΔΥΚ, οι Λόχοι Καταδρομών και έφεδροι της Εθνικής Φρουράς πολέμησαν γενναία, συχνά αποκομμένες, χωρίς εντολές ή με ελλιπή μέσα.

Οι τοπικές αντιστάσεις καθυστέρησαν την προέλαση του εχθρού αλλά δεν μπορούσαν να ανατρέψουν τη συνολική υπεροπλία.

6. Η ανάγκη για εθνική στρατηγική και αποτρεπτική ισχύ

Μετά το 1974, η Ελλάδα και η Κύπρος κατάλαβαν την ανάγκη ύπαρξης σταθερής εθνικής στρατηγικής ασφάλειας.

Επενδύσεις σε αποτροπή, αναβάθμιση ενόπλων δυνάμεων, διπλωματικές σχέσεις, ενίσχυση διεθνούς κύρους, έγιναν σαφής προτεραιότητα.

Γενικό Συμπέρασμα

Η τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974 ήταν προϊόν λαθών, αστοχιών και αλαζονείας από την ελληνική πλευρά. Η απώλεια εθνικού εδάφους, ο εκτοπισμός χιλιάδων Κυπρίων και η συνέχιση της κατοχής μέχρι σήμερα υπενθυμίζουν πως η εθνική ασφάλεια δεν μπορεί να βασίζεται σε συνθήκες, δηλώσεις και ελπίδες, αλλά σε πράξεις, ισχύ και ενότητα.

Η ήττα στην Κύπρο το 1974 δεν ήταν απλώς αποτέλεσμα στρατιωτικής κατωτερότητας, αλλά κυρίως μιας γενικευμένης πολιτικοστρατιωτικής αποδιοργάνωσης, εσωτερικών διχασμών, και διπλωματικής αδυναμίας να προληφθεί ή να αντιμετωπιστεί έγκαιρα η τουρκική απειλή.

Τα διδάγματα του 1974 πρέπει να παραμείνουν ζωντανά στον εθνικό σχεδιασμό, ώστε η ιστορία να μην επαναληφθεί ως νέα τραγωδία.

Η τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974 υπήρξε ένα τραγικό ορόσημο για τον κυπριακό Ελληνισμό και γενικότερα για τον ελληνισμό της Ανατολικής Μεσογείου. Σε στρατιωτικό επίπεδο, η επιχείρηση «Αττίλας» ανέδειξε την αποφασιστικότητα και την επιχειρησιακή ετοιμότητα της Τουρκίας, ενώ ταυτόχρονα αποκάλυψε τις σοβαρές αδυναμίες, την έλλειψη συντονισμού και τις στρατηγικές αστοχίες της ελληνικής και κυπριακής πλευράς.

Παρά την ηρωική αντίσταση μεμονωμένων μονάδων και στρατιωτών, η απουσία ενιαίας διοίκησης, η ανεπαρκής προετοιμασία, και η πολιτική αστάθεια οδήγησαν στην αδυναμία υπεράσπισης του νησιού. Οι συνέπειες της στρατιωτικής αυτής αποτυχίας ήταν βαρύτατες: χιλιάδες νεκροί και αγνοούμενοι, μαζικός ξεριζωμός, κατοχή μεγάλου μέρους της Κύπρου και ένα εθνικό τραύμα που παραμένει ανοιχτό μέχρι σήμερα.

Η μελέτη του στρατιωτικού σκέλους της εισβολής δεν αποτελεί απλώς μια ανασκόπηση των γεγονότων, αλλά ένα αναγκαίο μάθημα για το παρόν και το μέλλον. Μόνο μέσα από την ιστορική αυτογνωσία, την ειλικρινή αποτίμηση των λαθών και την ενίσχυση της άμυνας και της εθνικής συνοχής μπορεί να διασφαλιστεί ότι τέτοιες τραγωδίες δεν θα επαναληφθούν.

 

Γιάννης Στάθης

Ιούλιος 2025 

 

Πηγές –Βιβλιογραφία

- ΕΝΑ ΣΚΟΤΕΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ 1967-1974 ΠΑΠΑΧΕΛΑΣ ΑΛΕΞΗΣ

-ΚΥΠΡΟΣ 1974-Η ΜΕΓΑΛΗ ΠΡΟΔΟΣΙΑ  Δημητριάδης, Κωνσταντίνος Α. Εκδότης Πελασγός

-Οι άγνωστοι Στρατιώτες της ΕΛΔΥΚ 1974 – Οι τελευταίοι ήρωες οι εφιάλτες των Αθηνών και η προδοσία της Κύπρου Χρυσαφης

-ΚΥΡΙΟΙ, ΠΑΤΕ ΓΙΑ ΥΠΝΟ Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΟΠΩΣ ΤΗΝ ΕΖΗΣΕ ΕΝΑΣ ΛΟΧΑΓΟΣ ΤΗΣ 31 ΜΟΙΡΑΣ ΚΑΤΑΔΡΟΜΩΝ ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ

-Η αυτοθυσία της Ελληνικής Δύναμης Κύπρου (ΕΛΔΥΚ) Μία μαρτυρία (6η συλλεκτική - βελτιωμένη έκδοση) ΔΕΛΛΗΣ ΣΠΥΡΙΔΩΝ

-ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ ΤΗΣ ΕΛ.ΔΥ.Κ. 14-16/8/1974 ΣΤΑΥΡΟΥΛΟΠΟΥΛΟΣ Δ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ

-ΕΛΔΥΚ – Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΜΑΧΗ Βλάσσης, Σάββας Δ. Εκδότης Δούρειος Ίππος

- Ελληνικά φτερά στην Κύπρο

-Επιχειρήσεις 1964-1974 όπως τις έζησαν και τις αφηγούνται οι πρωταγωνιστές Αποστολή Αυτοκτονίας - Μεταφορά Καταδρομέων στην Κύπρο

-Διαδίκτυο (τηλεοπτικό υλικό  - αρθρογραφία ) 

 

read more

Παρασκευή 16 Μαΐου 2025

Ο Ελληνικός τουρισμός αντιμετωπίζει σοβαρές προκλήσεις οι οποίες επηρεάζουν την ανάπτυξή του και απειλούν τη βιωσιμότητά του στο μέλλον. Του Γιάννη Στάθη




 

Ο Ελληνικός τουρισμός αντιμετωπίζει σοβαρές προκλήσεις οι οποίες  επηρεάζουν την ανάπτυξή του και απειλούν τη βιωσιμότητά του στο μέλλον.

Του Γιάννη Στάθη

 

Ο τουρισμός αποτελεί έναν από τους πιο δυναμικούς και σημαντικούς τομείς της ελληνικής οικονομίας ,  συνεισφέροντας αποφασιστικά στο ΑΕΠ και την αύξηση της απασχόλησης. Παρ' όλα αυτά, ο ελληνικός τουρισμός αντιμετωπίζει σοβαρές προκλήσεις οι οποίες επηρεάζουν την ανάπτυξή του και απειλούν τη βιωσιμότητά του στο μέλλον.

Τρεις είναι οι μεγάλες προκλήσεις για την τουριστική χρονιά, όπως σημειώνουν φορείς της αγοράς, προκειμένου η δυναμική των ελληνικών προορισμών να έχει συνέχεια: η αύξηση των εσόδων μέσω επισκεπτών υψηλότερου εισοδηματικού επιπέδου, η διατήρηση των αφίξεων όλους τους μήνες του χρόνου, και η συνέχιση των προσπαθειών για απευθείας αεροπορικές συνδέσεις με μακρινές αγορές, αλλά πολύ σημαντικές από πλευράς εισπράξεων.

 

                Η επείγουσα υιοθέτηση ενός νέου παραγωγικού μοντέλου προσανατολισμένου σε μεγαλύτερη εξωστρέφεια, με στόχο την ενίσχυση της ανάπτυξης της χώρας, πρέπει να ρίχνει βαρύτητα στη συνιστώσα του τουρισμού.

Στην εποχή μας όμως ,όπου ο ανταγωνισμός αυξάνεται αλματωδώς, ολοένα και περισσότερες χώρες προσπαθούν και εισέρχονται στην παγκόσμια τουριστική αγορά προσπαθώντας να προσελκύσουν τουρίστες, με αποτέλεσμα να είναι απαραίτητη η ανάπτυξη όχι μόνο του κλασικού τουριστικού μοντέλου αλλά και νέων μορφών τουρισμού οι οποίες  θα κεφαλαιοποιούν τον συνδυασμό «ήλιος και θάλασσα» αλλά θα προσφέρουν και κάτι περισσότερο από αυτό.

Σε αυτό το πλαίσιο των διεθνών τάσεων για την προσφορά και ζήτηση των τουριστικών υπηρεσιών, θεωρούμε ότι είναι απαραίτητη η ποιοτική διαφοροποίηση του ελληνικού τουριστικού προϊόντος, με αξιοποίηση όλων των φυσικών και πολιτιστικών πλεονεκτημάτων της.

Αν αυτός ο στόχος επιτευχθεί, ο τουρισμός με τη σειρά του θα προσφέρει  λύσεις σε μια σειρά προβλημάτων της εποχής μας, δημιουργώντας μεγάλες επενδυτικές ευκαιρίες και νέες θέσεις εργασίας, και άρα σημαντική αύξηση του ΑΕΠ και αποτελεσματική καταπολέμηση της ανεργίας.

 

 

 

Έλλειψη σχεδιασμού, είναι μια από τις ελληνικές παθογένειες .

Η Ελλάδα είναι η χώρα στην οποία πρώτα κτίζουμε , μετά νομιμοποιούμε και στο τέλος  σχεδιάζουμε.

Ο Ελληνικός τουρισμός έχει χρόνιες πληγές, οι οποίες δυστυχώς αποτελούν  σημαντική τροχοπέδη για την περαιτέρω και πιο ορθολογική ανάπτυξή του. Ας περιγράψουμε , κατά την άποψη μας , όμως τις κύριες αδυναμίες οι οποίες εντοπίζονται σήμερα στον  ελληνικό τουρισμό:

Αναντιστοιχία στη  βαρύτητα διοικητικής δομής  και αρμοδιότητας σε συνάρτηση με  το μέγεθος συνεισφοράς στην οικονομία.  Ενώ ο κλάδος του τουρισμού συνεισφέρει το μεγαλύτερο ποσοστό στο ΑΕΠ σε σχέση με τους υπόλοιπους κλάδους της οικονομίας, το Υπουργείο Τουρισμού κατατάσσεται «τελευταίο» τη τάξει στην κυβερνητική ιεραρχία με αποτέλεσμα η δυνατότητα παρέμβασης να είναι εξαιρετικά περιορισμένη.

Έντονη εποχικότητα αλλά και αυξανόμενη επιρροή των μεγάλων διεθνών Tour Operators. Η εποχικότητα του ελληνικού τουρισμού αποτελούσε και συνεχίζει να αποτελει μια από τις μεγαλύτερες "πληγές". O τουρισμός στην Ελλάδα είναι έντονα εποχιακός, με αποτέλεσμα να διαπιστώνεται υπερδραστηριότητα το καλοκαίρι και σχεδόν πλήρης απραξία τους υπόλοιπους και ειδικά τους χειμερινούς  μήνες. Αυτό επηρεάζει την απασχόληση, την κερδοφορία των επιχειρήσεων και την ισόρροπη τουριστική ανάπτυξη. Σχεδόν το 50% των τουριστών επισκέπτεται τη χώρα μας κατά το τρίμηνο Ιουλίου – Σεπτεμβρίου, με οτιδήποτε αυτό συνεπάγεται για την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών και την υγιή ανάπτυξη των επιχειρήσεων. Την ίδια σχεδόν εποχή δραστηριοποιούνται και οι Tour Operators, τα συμφέροντα των οποίων, φυσικά, δεν ταυτίζονται με αυτά των ελληνικών τουριστικών επιχειρήσεων. Εκμεταλλευόμενοι την ηγετική τους θέση, καθορίζουν τους όρους του «παιχνιδιού».

Πρέπει να αναφερθεί το γεγονός ότι η μαζική προσέλευση επισκεπτών σε σύντομο χρονικό διάστημα προκαλεί πίεση στις τοπικές υποδομές, αυξάνει τη ρύπανση και αλλοιώνει την πολιτιστική ταυτότητα των περιοχών.

Άνιση γεωγραφική κατανομή της τουριστικής δραστηριότητας. Η τουριστική προσφορά έχει συγκεντρωθεί σε συγκεκριμένες περιφέρειες της χώρας, με κύριους αποδέκτες τα νησιά και τις παραθαλάσσιες περιοχές, με αποτέλεσμα να παρουσιάζουν έντονο κορεσμό. Την ίδια στιγμή, άλλες περιοχές, όπως, η Ήπειρος ή Βόρεια Ελλάδα η Θράκη   και πολλά νησιά παραμένουν τουριστικά σχεδόν αναξιοποίητα. Τα υψηλότερα μερίδια εισπράξεων από τον εισερχόμενο τουρισμό σημειώνονται στις Περιφέρειες του Νοτίου Αιγαίου, στο 27% επί του συνόλου, ακολουθεί η Κρήτη με 26%, η Αττική με 19%,  τα Ιόνια Νησιά με 10% και η Κεντρική Μακεδονία με 8%. Οι  πέντε αυτές Περιφέρειες -εκ των οποίων οι τρείς αμιγώς τουριστικές- αντιπροσωπεύουν το 91% των εισπράξεων της χώρας. Η πιλοτική ανάπτυξη κλάδων όπως ο συνεδριακός και ο αθλητικός τουρισμός είναι μια προτεινόμενη λύση για βιώσιμη ανάπτυξη των περιφερειών.

 

Μη επαρκείς υποδομές σε αεροδρόμια, λιμάνια, οδικά δίκτυα , νοσοκομειακή περίθαλψη. Δυστυχώς ο ανεπαρκής αρχικός σχεδιασμός  από την εποχή της εφαρμογής του σχεδίου Marshall σε συνάρτηση με την έκρηξη του αριθμού των επισκεπτών ( ξεπέρασαν τα σαράντα εκατομμύρια 40.000.000 το 2024 )είχε σαν αποτέλεσμα την αποκάλυψη τεράστιων ελλείψεων. Αν εξαιρέσουμε ορισμένους βασικούς οδικούς άξονες, το περιφερειακό οδικό δίκτυο δεν κατατάσσεται στα ιδιαιτέρως αναπτυγμένα . Είναι λογικό ότι ο τεράστιος αριθμός επισκεπτών δοκιμάζει τις αντοχές όλων των υποδομών της χώρας

Ανεπαρκώς εκπαιδευμένο προσωπικό και έλλειψη επαγγελματισμού. Αναμφισβήτητα διαπιστώνεται έλλειψη εξειδικευμένου προσωπικού, καθώς πολλές επιχειρήσεις δυσκολεύονται να βρουν εργαζόμενους με κατάλληλη εκπαίδευση και γλωσσομάθεια, γεγονός που επηρεάζει αρνητικά την ποιότητα των προσφερόμενων υπηρεσιών. Σε ένα από τα μεγαλύτερα «αγκάθια» στην εκρηκτική πορεία που καταγράφει ο τουριστικός κλάδος τα τελευταία χρόνια έχει εξελιχθεί το ζήτημα της μεγάλης έλλειψης εργαζομένων στον τουριστικό χώρο, η οποία μάλιστα γίνεται εντονότερη πριν από την έναρξη της καλοκαιρινής σεζόν. Φέτος το νούμερο των κενών θέσεων εργασίας στον τουρισμό αγγίζει τις 60.000.

Ανεκμετάλλευτες εναλλακτικές μορφές τουρισμού. Σοβαρό ζήτημα είναι η μονοκαλλιέργεια τουριστικών υπηρεσιών, καθώς η χώρα βασίζεται σχεδόν αποκλειστικά στο μοντέλο "ήλιος και θάλασσα", χωρίς να προωθεί επαρκώς εναλλακτικές μορφές τουρισμού όπως ο πολιτιστικός, ο αγροτουρισμός, ο οικοτουρισμός ή ο χειμερινός τουρισμός. Αυτό καθιστά τον ελληνικό τουρισμό ευάλωτο στις μεταβολές της διεθνούς ζήτησης. Περιπατητικός, γαστρονομικός, καταδυτικός, αναρριχητικός, αθλητικός, ιατρικός, ιαματικός είναι μόνο κάποια είδη τουρισμού που θα μπορούσαμε να είχαμε θέσει ήδη τις βάσεις για να τα αναδείξουμε. 

 

Τα κρούσματα αισχροκέρδειας, η συστηματική φοροδιαφυγή (η οποία μεταξύ άλλων δημιουργεί συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού), η έλλειψη σοβαρού ελεγκτικού μηχανισμού, είναι αναμφισβήτητα θέματα τα οποία θα πρέπει να αντιμετωπιστούν δραστικά.

Σε συζήτηση την οποία είχαμε με έναν από τους πλέον ειδικούς του τουρισμού στη χώρα μας, τον  Δρ. Κώστα  Τσουμάνη**  πρώην  Διευθυντή του Ε.Ο.Τ και συγγραφέα στην πρόσφατη παρουσίαση του βιβλίου του « Η ιστορία του Ελληνικού Τουρισμού», καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι  οι λύσεις στα παραπάνω προβλήματα δεν είναι βέβαια ,ο περιορισμός  του τουρισμού αλλά η ορθολογική διαχείριση του και η συγκεκριμένες στοχεύσεις απέναντι στην «αυθόρμητη ανάπτυξη» . Έμφαση στην ποιότητα , όχι στην ποσότητα . «Πρέπει να προσελκύσουμε ποιοτικό τουρισμό» είναι η σωστή κατεύθυνση δράσης.

 Λύσεις  είναι η  πραγματική καινοτομία, η  διατήρηση της  ποιότητας του φυσικού μας τοπίου έναντι της καταστροφής του μέσω της συνεχούς οικοδόμησής του . Η  διατήρηση και περαιτέρω καλλιέργεια του πολιτισμού και της κουλτούρας. Η αντιμετώπιση  των παραπάνω προκλήσεων   απαιτεί μια ολιστική προσέγγιση.

Η επένδυση σε  υποδομές, η προώθηση του βιώσιμου τουρισμού και η τουριστική  εκπαίδευση του τοπικού πληθυσμού αποτελούν αναμφισβήτητα  βασικούς πυλώνες για την αντιμετώπιση του προβλήματος. Η δημιουργία εναλλακτικών μορφών τουρισμού  όπως ο αγροτουρισμός, ο πολιτιστικός τουρισμός ,ο θρησκευτικός τουρισμός , μπορούν  να συμβάλλουν στην αποσυμφόρηση των δημοφιλών προορισμών και στην ενίσχυση των τοπικών οικονομιών .

Οι τουρίστες αναζητούν αυθεντικές Ελληνικές  γεύσεις και εμπειρίες, γεγονός το οποίο αυξάνει τη ζήτηση για τοπικά αγροτικά προϊόντα. Επίσης μπορούν να λειτουργήσουν ως «πρεσβευτές» των τοπικών προϊόντων, διαφημίζοντας  τα στις χώρες τους και συμβάλλοντας  με τον τρόπο αυτό στην αύξηση της ζήτησης τους και ταυτόχρονα στην αύξηση των εξαγωγών.

 

 Η  προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς και η  ενίσχυση της τοπικής ταυτότητας (μουσεία, χώροι πολιτισμού κ.λπ.) πρέπει να αναδειχτούν σε προτεραιότητες  της στρατηγικής του  τουρισμού. Η ανάδειξη, με λίγα λόγια, όλων εκείνων των χαρακτηριστικών τα οποία  μας καθιστούν όσο πιο μοναδικούς γίνεται. Το ΙΝΣΕΤΕ συνιστά επίσης την προώθηση ενός πλούσιου σε βιοποικιλότητα τουρισμού για να βοηθηθεί η χρηματοδότηση για την προώθηση εναλλακτικών λύσεων από τις διακοπές στην παραλία, όπως ο αγροτουρισμός, ο γαστροτουρισμός, ο τουρισμός ευεξίας και υγείας και περιπέτειας.

Για να μπορέσει η χώρα να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά  τις προκλήσεις να προστατέψει και να διατηρήσει την ποιότητα του τουρισμού και να μπορέσει να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για περαιτέρω ανάπτυξη χρειάζεται συστηματική ερεύνα  , ανάλυση των ευρημάτων εις βάθος,  στρατηγική, σχεδιασμό και  φυσικά απρόσκοπτη εφαρμογή των αποφάσεων .Είναι προφανές ότι η επιτυχής και βιώσιμη ανάπτυξη ενός νέου ελληνικού τουριστικού προϊόντος συναρτάται με τη συνεχή εκπαίδευση και κατάρτιση όλων των εμπλεκόμενων στον τουριστικό κλάδο. Η παροχή εξειδικευμένων τουριστικών υπηρεσιών σε ειδικές κατηγορίες τουριστών, π.χ. τους τουρίστες της τρίτης ηλικίας, που είναι και οι εύρωστοι οικονομικά, μπορεί να αποτελέσει σημαντικό παράγοντα επιτυχίας στο παραπάνω μοντέλο.

Ευρύτερα η ανάπτυξη του τουρισμού απαιτεί σημαντικές αλλαγές στη λειτουργία του διοικητικού μηχανισμού αλλά και στη νοοτροπία των πολιτών. Είναι απαραίτητο να καταπολεμηθεί η λογική του εύκολου και γρήγορου πλουτισμού, της ήσσονος προσπάθειας και της ευκαιριακής απασχόλησης με τον τουρισμό. Μόνο έτσι θα αποτραπεί η περαιτέρω διάθεση ενός τουριστικού προϊόντος χαμηλής ποιότητας και με φθίνοντα έσοδα. Ταυτόχρονα, είναι σημαντική η διασφάλιση του περιβάλλοντος κατά την υλοποίηση τουριστικών υποδομών και επενδύσεων και η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας του ελληνικού τουρισμού.

Είναι επίσης σημαντική η προστασία και ανάδειξη των παραδοσιακών οικισμών, η διευκόλυνση της κρουαζιέρας και η προστασία των χώρων φυσικού κάλλους. Ταυτόχρονα είναι αναγκαία και η ενίσχυση των σύγχρονων υποδομών στις συγκοινωνίες, στις επικοινωνίες και στις υπηρεσίες υγείας και η ανάγκη ολοκλήρωσης του χωροταξικού σχεδιασμού για τον τουρισμό. Η συγχρηματοδότηση των έργων υποδομής με συμπράξεις δημοσίου και ιδιωτικού τομέα είναι ένα αποτελεσματικό εργαλείο για την επίτευξη του στόχου αυτού. Η Αθήνα και ο Πειραιάς ως κατά κύριο λόγο πύλη εισόδου των τουριστών πρέπει να λάβουν ιδιαίτερης προσοχής.

Συνοψίζοντας την παραπάνω ανάλυση καταλήγουμε στις παρακάτω κεντρικές στρατηγικές

Η Ελληνική  πολιτεία -- κι αυτό περιλαμβάνει όχι μόνο την κεντρική διοίκηση αλλά και την τοπική αυτοδιοίκηση – πρέπει, πρώτον, να επιτύχει την άριστη κατανομή των περιορισμένων δημόσιων πόρων, έτσι ώστε να αναβαθμιστούν οι υποδομές που επηρεάζουν την ποιότητα του τουριστικού προϊόντος, και, δεύτερον, να συνεχίσει να βελτιώνει το "περιβάλλον" της επιχειρηματικής δραστηριότητας.

Ο ιδιωτικός τομέας πρέπει να αναλάβει επιχειρηματικές πρωτοβουλίες που θα αξιοποιούν τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας, θα σέβονται το περιβάλλον και την πολιτιστική κληρονομιά και θα ενισχύουν την ανταγωνιστικότητα του προϊόντος, αφήνοντας πίσω κοντόφθαλμες πρακτικές που στηρίζονται αποκλειστικά στο βραχυπρόθεσμο κέρδος.

 

Όπως αναλύθηκε στις προηγούμενες παραγράφους , η πλούσια πολιτιστική κληρονομιά, οι ήπιες κλιματολογικές συνθήκες και το φυσικό κάλλος της Ελλάδας έχουν ως  αποτέλεσµα  η χώρα να συγκαταλέγεται  µεταξύ των σατανικότερων τουριστικών  προορισμών παγκοσμίως. Η περαιτέρω ανάπτυξη του  τουρισμού  µπορεί  να προσφέρει πολλαπλά οφέλη τα οποία διαχέονται σε ολόκληρη την οικονομία, στηρίζοντας τις παραγωγικές της δομές και την περιφερειακή ανάπτυξη ιδιαίτερα σε περιοχές της χώρας, όπως τις νησιωτικές, όπου οι αναπτυξιακές προοπτικές είναι µικρότερες. Το γεγονός αυτό υποδεικνύει την αναγκαιότητα διερεύνησης των διακλαδικών σχέσεων και της συνεισφοράς του τουριστικού τοµέα στην εγχώρια παραγωγική δραστηριότητα.

Αν επιδιώκουμε πολλαπλά οφέλη από τον τουρισμό, η εμπειρία του επισκέπτη από την έκθεσή του στην ελληνική καθημερινότητα θα πρέπει να είναι μόνο θετική.

H αξιοποίηση του συγκριτικού πλεονεκτήματος της χώρας μας , δηλαδή των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους για την παραγωγή ανταγωνιστικών προϊόντων και υπηρεσιών υψηλής ποιότητας και προστιθέμενης αξίας , αξιοποιώντας τις αλλαγές που συμβαίνουν στο παγκόσμιο στερέωμα αποτελεί μια βιώσιμη λύση , η οποία προαπαιτεί εισαγωγή καινοτομιών σε όλη την διαδικασία οργάνωσης και παραγωγής με ταυτόχρονη αναβάθμιση του ανθρώπινου δυναμικού.

Συνοψίζοντας, ο ελληνικός τουρισμός χρειάζεται έναν στρατηγικό επανασχεδιασμό που θα προωθεί την ποιότητα, τη βιωσιμότητα και τη διαφοροποίηση. Η αντιμετώπιση των παραπάνω προβλημάτων είναι αναγκαία ώστε η Ελλάδα να παραμείνει ένας ελκυστικός και ανταγωνιστικός τουριστικός προορισμός στο παγκόσμιο περιβάλλον.

Η πιο σημαντική τουριστική επένδυση για την Ελλάδα είναι , εμείς οι ίδιοι οι έλληνες πολίτες να αγαπήσουμε και να σεβαστούμε την χώρα μας.

Αθήνα Μάιος 2025

 

-Τοποθετήσεις Δρ Κώστα Τσουμάνη στις παρουσιάσεις του βιβλίου του «Η ιστορία του Ελληνικού Τουρισμού» Κέρκυρα , Αθήνα.

-INΣΕΤΕ: Η ακτινογραφία του ελληνικού τουρισμού συνολικά και για τις 13 Περιφέρειες, 2023

- Ελληνικός Τουρισμός , τουριστική φέρουσα ικανότητα, προβλήματα και  προκλήσεις.Του Γιάννη Στάθη

-Oι πληγές του Ελληνικού Τουρισμού , Διαδίκτυο

-Καθημερινή της Κυριακής.

- Έκθεση Τράπεζας της Ελλάδος.

-Reuters . 12 Ιουν 2024 — Greece needs to reduce rampant construction and protect water resources and coastal areas if it wants to maintain a healthy tourism industry.

-Πώς θα αλλάξει ο τουρισμός. Στάθης Ν. Καλύβας, Καθημερινή.

 

read more