Η απαγωγή του Λεωνίδα Αναστασίου .
22 ημέρες όμηρος.
Πλαταριά 1942.
Γράφει ο Γιάννης Στάθης
Εγγονός του Λεωνίδα Αναστασίου.
Η Ελλάδα βρίσκεται κάτω από την Γερμανική κατοχή. Η Θεσπρωτία έχει παραδοθεί στους Ιταλούς ,οι οποίοι με την σειρά τους ,έχουν αγκαλιάσει το μουσουλμανικό στοιχείο. Οι ελληνικές αρχές και οι νόμοι είχαν πάψει προ καιρού να λειτουργούν. Η κατάσταση αναρχίας, έδωσε την ευκαιρία στους επιτήδειους για τρομοκρατία, λαφυραγωγία και εκδίκηση. Με την ανοχή των ιταλικών αρχών κατοχής, οι μουσουλμάνοι οπλοφορούν και επιδίδονται σε εκδικητικές και ληστρικές ενέργειες. Τρόμος, φόβος, αγωνία, είναι τα αισθήματα που κυριαρχούν στον τοπικό πληθυσμό. Ωστόσο πρέπει να αναφερθεί , ότι μέχρι το 1940 υπήρχε ειρηνική συνύπαρξη του πληθυσμού των μουσουλμάνων τουρκαλβανών και των ορθόδοξων ελλήνων χριστιανών. Οι σχέσεις ήταν ομαλές, ανθρώπινες και φιλικές. Έως τότε..
Η Πλαταριά, το 1942 ήταν ένα πολύ μικρό χωριό με 150 κάτοικους ,οι οποίοι ζούσαν στο ορεινό τμήμα και στον συνοικισμό Σκεπετό. Η κατοχική διοίκηση ήταν αρμοδιότητα των Ιταλών καραμπινιέρων, οι οποίοι είχαν εγκατασταθεί στο κτίριο του σταθμού της χωροφυλακής στην Πλαταριά. Η Πλαταριώτες ζουν την φτώχια και την ανέχεια της κατοχής, προσπαθώντας με κάθε τρόπο να επιβιώσουν. Μικρές καλλιέργειες, οικόσιτα ζώα ,ελιές και λάδι είναι τα μόνα μέσα για να μπορέσουν να ζήσουν. Ο φόβος έχει σκεπάσει τα πάντα...
Μία Τρίτη του Ιουνίου του 1942 στις 9 το πρωί, ο δεκαεπτάχρονος Λεωνίδας Αναστασίου, με την μικρή αδελφή του Ουρανία, περπατούν αμέριμνοι μέσα στον ελαιώνα από το χωριό ,προς το σπίτι τους στο Σκεπετό. Πέφτουν σε ενέδρα. Ξαφνικά δύο άγνωστοι ένοπλοι πετάγονται από τους θάμνους και με προτεταμένα τα ντουφέκια , τους προστάζουν: «Ακίνητοι μην κουνηθείτε».
Ο Λεωνίδας ,ξαφνιασμένος κρύβεται πίσω από μία μεγάλη πέτρα και αρπάζει με το χέρι του το περίστροφο ,που του είχε δώσει ο πατέρας του ,Μηνάς. Μπορεί να πυροβολήσει και να εξουδετερώσει τον έναν, ωστόσο φοβάται πολύ τις συνέπειες και κρύβει το όπλο του, κάτω από μία πέτρα. Παραδίνονται αμαχητί και οι δύο.
Οι δύο άγνωστοι άντρες είναι μουσουλμάνοι. Με την απειλή των όπλων τους οδηγούν πεζή , αρχικά σε ένα δασύλλιο στην Μαζαρακιά. Από εκεί, με τα πόδια, περπατούν στην Κόντρα. Τους κρύβουν σε ένα πυκνό δάσος. Κατάκοποι, εξαντλημένοι, φοβισμένοι, δεν ξέρουν τι τους περιμένει.
Ξαφνικά εμφανίζεται ο εμπνευστής της απαγωγής. Είναι ο περιβόητος Νταλιάνης, από τον Βραχωνά ο οποίος έχει συστήσει συμμορία και έχει εξαπολύσει κύμα τρομοκρατίας στην Θεσπρωτία. Τον συνοδεύει ο συνεργάτης του, επίσης μουσουλμάνος τουρκαλβανός από την Μαζαρακιά εν ονόματι Τζιεμαλής. Του λεει του Λεωνίδα, «σας έχουμε απαγάγει και θα ζητήσουμε λύτρα από τους δικούς σας. Μόλις μας τα φέρουν, θα σας ελευθερώσω. Μέχρι τότε θα είστε όμηροί μου και ο Τζιεμαλής θα σας φυλάει».
Στην Πλαταριά, στο Σκεπετό, οι γονείς των παιδιών έχουν ανησυχήσει πολύ και έχουν κινητοποιήσει τους πάντες και τα πάντα για να τα εντοπίσουν . Όμως τίποτα. Ξαφνικά εμφανίζεται ένας μουσουλμάνος και μεταφέρει τα μαντάτα στον παππού Μηνά , πατέρα του Λεωνίδα. «Ο Νταλιάνης έχει απαγάγει τα παιδιά σου και θέλει λύτρα. Αφού κάνεις ότι σου πει και του παραδώσεις τα χρήματα θα τα αφήσει ελεύθερα. Δεν έχεις πολύ χρόνο». Σάστισε και βουβάθηκε ο παππούς Μηνάς. Δεν ήξερε τι πρέπει να κάνει. Φωνάζει τους Κιτσαίους ( το σοι των Αναστασίου) και τους άλλους χωριανούς. Σκέπτεται μήπως θα έπρεπε να ενημερώσουν τους καραμπινιέρους. «Όχι» ήταν η ομόφωνη απάντηση. «Είμαστε σίγουροι ότι το γνωρίζουν και έχει γίνει με την ανοχή τους». «Να βρούμε τα χρήματα αλλά πώς, πόσα και πόσο σύντομα; ». Τελικά αποφασίζεται τις επόμενες εβδομάδες να πουληθεί όλο το βιος τους, κυρίως το λάδι και διάφορα τιμαλφή που διέθεταν, ενώ ταυτόχρονα και οι οικογένειες των υπόλοιπων συγχωριανών θα συνεισέφεραν όσο περισσότερο μπορούσαν.
Στην Κόντρα ,στο δάσος ,έχουν περάσει ήδη πολύ δύσκολες επτά ημέρες με ελιές, ψωμί και τυρί και τα δύο αδέλφια παραμένουν όμηροι πάντα κάτω από το άγρυπνο μάτι του φρουρού Τζιεμαλή. Ο Νταλιάνης, αντιλαμβανόμενος ότι δεν του χρειάζεται , αποφασίζει να ελευθερώσει την Ουρανία η οποία επιστρέφει στο σπίτι της σοκαρισμένη και ενημερώνει την οικογένεια ότι ο Λεωνίδας είναι καλά στην υγεία του .
Ξαφνικά μία πληροφορία φτάνει στον Νταλιάνη. Η φήμες λένε ότι ο Λεωνίδας κατά την διάρκεια της επιχείρησης της απαγωγής του είχε όπλο. Τον ρωτάει ευθέως « Λιώνη είχες όπλο ; », «Ναι» του απαντάει. «Που το έκρυψες» «Στο σημείο της ενέδρας κάτω από μία πέτρα». Στέλνει αμέσως άνθρωπο ο Νταλιάνης και το βρίσκει όπως ακριβώς του υπέδειξε ο Λεωνίδας. «Τελικά Λεωνίδα είσαι ειλικρινής και είσαι παλικάρι» του είπε «και να σου πω και κάτι άλλο. Ακόμα και αν ο πατέρας σου δεν μου δώσει τα λύτρα δεν θα σε σκοτώσω και θα σε αφήσω ελεύθερο». Η δέσμευση του Νταλιάνη έδωσε μεγάλη ανακούφιση στον καταβεβλημένο ψυχικά και σωματικά Λεωνίδα. Πήρε δύναμη να αντέξει τις υπόλοιπες μαρτυρικές ημέρες ομηρίας.
Oι μέρες περνούσαν αργά, βασανιστικά, Σαν αντίδραση στο άγχος, την ένταση και την ανασφάλεια ο Λεωνίδας κοιμόταν, όσο περισσότερο μπορούσε. Τις ώρες που ήταν όρθιος μόνο κακές σκέψεις πλημμύριζαν το μυαλό του. Τι θα γίνει τελικά , θα βρουν τα λύτρα οι γονείς του , θα τα καταφέρουν , θα το αφήσουν ελεύθερο.. Ένα ψυχολογικό μαρτύριο δίχως τέλος...
Στο μεταξύ στο Σκεπετό, η προετοιμασία συγκέντρωσης των χρημάτων ήταν πυρετώδης. Η οικογένεια ξεπουλήθηκε ολοκληρωτικά, αλλά και οι συγχωριανοί βοήθησαν όσο μπορούσαν. Τελικά σε ένα κλίμα φόβου, άγχους και πίεσης συγκεντρώθηκε το ποσό, ιλιγγιώδες για την εποχή. Οι φήμες μιλάνε για πέντε εκατομμύρια. Όλοι περίμεναν την επικοινωνία του απαγωγέα για να δώσει οδηγίες για το πότε, πως και που, θα παραδίδονταν τα λύτρα.
Και η στιγμή, έπειτα από 22 ημέρες αγωνίας, έφτασε. Το ραντεβού δόθηκε σε ένα σημεία δυτικά του Αργυροτόπου. Ξεκίνησαν από την Κόντρα, ο Λεωνίδας μαζί με τον Νταλιάνη και τον Τζεμαλή, έφτασαν, κρύφτηκαν και περίμεναν. Ο παππού-Μηνάς με μία βλάχικη τσάντα γεμάτη χαρτονομίσματα , έφτασε στο προσυμφωνημένο σημείο και την ακούμπησε στο έδαφος . Αφού αποχώρησε ο Νταλιάνης κατέβηκε και πήρε την τσάντα με τα λύτρα , «γεμάτη χαρτονομίσματα Γεωργίου Σταύρου». Ανέβηκε στην κρυψώνα και διέταξε τον νεαρό αλλά γραμματιζούμενο Λεωνίδα, «μοίρασέ τα μας σε επτά μερίδια». Ο Λεωνίδας τα μοίρασε και τους τα παρέδωσε.
«Είσαι ελεύθερος, φύγε» «γει ιλιρ , ικ » πρόσταξε ο Νταλιάνης. «Τον δρόμο τον ξέρεις . Από δω και πέρα μην φοβάσαι τίποτα. Πήγαινε στους δικούς σου».
Ο Λεωνίδας γεμάτος χαρά, αγωνία, και άγχος φεύγει τρέχοντας από τα βουνά του Αργυροτόπου και σε λίγη ώρα φτάνει στο Σκεπετό, στο σπίτι του .Πνίγηκε στις αγκαλιές των δικών του. Ωστόσο δεν υπήρχε χρόνος και διάθεση για πανηγυρισμούς. Ο πατέρας του τον έστειλε μαζί με την υπόλοιπη οικογένεια στην Πέστανη. Παρέμεινε εκεί μέχρι το 1947, όπου και επέστρεψε στην Πλαταριά. Στην Πέστανη, το σόι των «Κιτσαίων» ήταν αρκετά μεγάλο και ισχυρό ,γεγονός που έδινε μία αίσθηση ασφάλειας στην οικογένεια. Ο Λεωνίδας με τον Νταλιάνι ξανασυναντήθηκαν στην Πέστανη όταν ο δεύτερος, επικεφαλής ομάδος μουσουλμάνων συμμοριτών, επέδραμαν στο χωριό με δυστυχώς γνωστές συνέπειες. Όταν όμως αντίκρισε τον Λεωνίδα είπε «τους Κιτσαίους δεν θα τους πειράξετε». Και από τότε χάθηκε στην ιστορία.
Το ίδιο έγινε και με τους άλλους απαγωγείς . Πιθανώς διεφυγαν από την Ελλάδα μετά την απελευθέρωση της . Τα κίνητρα της απαγωγής , ήταν καθαρά οικονομικά εάν κρίνουμε από το αποτέλεσμα . Πόσοι ήταν τελικά οι απαγωγείς . Σύμφωνα με τα μερίδια που τους μοίρασε ο Λεωνίδας , ήταν επτά , ωστόσο εκτός από τους δύο που αναφέρονται στην περιγραφή , δεν θα μάθουμε ποτέ ποιοι ήταν οι υπόλοιποι...
Ο παππούς Λεωνίδας σήμερα ζει στην Πλαταριά, είναι σχεδόν 90 ετών και αποφάσισε μετά από αφόρητες πιέσεις μου, να διηγηθεί την περιπέτειά του, μετά από εβδομήντα ένα χρόνια .
«Δεν με πείραξαν, δεν με φόβισαν, ήταν φιλικοί μαζί μου. Δεν τους κρατάω καμία κακία» μου είπε κλείνοντας οριστικά, για τον ίδιο αυτό το κεφάλαιο.
Την περιγραφή μου την έδωσε μαζί με την γυναίκα του, γιαγιά Βασιλική, επίσης Πεστανιώτισσα . Η Βασιλική Ιωάννου είναι κόρη του Κόλιου Ιωάννου και ανιψιά του «λιονταριού» της Πέστανης, Τζέλιου (Βαγγέλη) Ιωάννου. Η γιαγιά , μου αποκάλυψε ότι κατά την διάρκεια της ομηρίας του, έγραψε ένα τραγούδι για την αγαπημένη του Βασίλω..
Την Τρίτη το πρωί πρωί,
Που πέρναγα από πέρα
Δυο κλέφτες μας συλλάβανε
Μας πήραν στα καρτέρια,
Μας βάλανε μπροστά , μπροστά ,
Μας βάλανε στο ρέμα
Και στο βουνό ψηλά ψηλά,
Φαινόταν η Βασίλω μου
Πως ήταν τα βουνά..
Όταν τον ρώτησα, «παππού» , «ξέρεις ότι εάν τότε δεν είχες απελευθερωθεί δεν θα υπήρχε τίποτα και κανένας , από όσα ζούμε στην οικογένεια σήμερα; ». Εκεί δάκρυσε και χαμογέλασε . Και μου είπε. «Ζήστε την ζωή σας εσείς και μην αφήνετε στιγμή να πάει χαμένη».
Ο Λεωνίδας μετά το τέλος της περιπέτειας του, παντρεύτηκε την Βασιλική και απέκτησε τέσσερα παιδιά, εννιά εγγόνια και πέντε δισέγγονα. Έζησε και συνεχίζει να ζει μία έντιμη και υπερήφανη ζωή ,πάντα στην αγαπημένη του Πλαταριά... μαζί με την Βασιλική του !!!
22 ημέρες όμηρος.
Πλαταριά 1942.
Γράφει ο Γιάννης Στάθης
Εγγονός του Λεωνίδα Αναστασίου.
Η Ελλάδα βρίσκεται κάτω από την Γερμανική κατοχή. Η Θεσπρωτία έχει παραδοθεί στους Ιταλούς ,οι οποίοι με την σειρά τους ,έχουν αγκαλιάσει το μουσουλμανικό στοιχείο. Οι ελληνικές αρχές και οι νόμοι είχαν πάψει προ καιρού να λειτουργούν. Η κατάσταση αναρχίας, έδωσε την ευκαιρία στους επιτήδειους για τρομοκρατία, λαφυραγωγία και εκδίκηση. Με την ανοχή των ιταλικών αρχών κατοχής, οι μουσουλμάνοι οπλοφορούν και επιδίδονται σε εκδικητικές και ληστρικές ενέργειες. Τρόμος, φόβος, αγωνία, είναι τα αισθήματα που κυριαρχούν στον τοπικό πληθυσμό. Ωστόσο πρέπει να αναφερθεί , ότι μέχρι το 1940 υπήρχε ειρηνική συνύπαρξη του πληθυσμού των μουσουλμάνων τουρκαλβανών και των ορθόδοξων ελλήνων χριστιανών. Οι σχέσεις ήταν ομαλές, ανθρώπινες και φιλικές. Έως τότε..
Η Πλαταριά, το 1942 ήταν ένα πολύ μικρό χωριό με 150 κάτοικους ,οι οποίοι ζούσαν στο ορεινό τμήμα και στον συνοικισμό Σκεπετό. Η κατοχική διοίκηση ήταν αρμοδιότητα των Ιταλών καραμπινιέρων, οι οποίοι είχαν εγκατασταθεί στο κτίριο του σταθμού της χωροφυλακής στην Πλαταριά. Η Πλαταριώτες ζουν την φτώχια και την ανέχεια της κατοχής, προσπαθώντας με κάθε τρόπο να επιβιώσουν. Μικρές καλλιέργειες, οικόσιτα ζώα ,ελιές και λάδι είναι τα μόνα μέσα για να μπορέσουν να ζήσουν. Ο φόβος έχει σκεπάσει τα πάντα...
Μία Τρίτη του Ιουνίου του 1942 στις 9 το πρωί, ο δεκαεπτάχρονος Λεωνίδας Αναστασίου, με την μικρή αδελφή του Ουρανία, περπατούν αμέριμνοι μέσα στον ελαιώνα από το χωριό ,προς το σπίτι τους στο Σκεπετό. Πέφτουν σε ενέδρα. Ξαφνικά δύο άγνωστοι ένοπλοι πετάγονται από τους θάμνους και με προτεταμένα τα ντουφέκια , τους προστάζουν: «Ακίνητοι μην κουνηθείτε».
Ο Λεωνίδας ,ξαφνιασμένος κρύβεται πίσω από μία μεγάλη πέτρα και αρπάζει με το χέρι του το περίστροφο ,που του είχε δώσει ο πατέρας του ,Μηνάς. Μπορεί να πυροβολήσει και να εξουδετερώσει τον έναν, ωστόσο φοβάται πολύ τις συνέπειες και κρύβει το όπλο του, κάτω από μία πέτρα. Παραδίνονται αμαχητί και οι δύο.
Οι δύο άγνωστοι άντρες είναι μουσουλμάνοι. Με την απειλή των όπλων τους οδηγούν πεζή , αρχικά σε ένα δασύλλιο στην Μαζαρακιά. Από εκεί, με τα πόδια, περπατούν στην Κόντρα. Τους κρύβουν σε ένα πυκνό δάσος. Κατάκοποι, εξαντλημένοι, φοβισμένοι, δεν ξέρουν τι τους περιμένει.
Ξαφνικά εμφανίζεται ο εμπνευστής της απαγωγής. Είναι ο περιβόητος Νταλιάνης, από τον Βραχωνά ο οποίος έχει συστήσει συμμορία και έχει εξαπολύσει κύμα τρομοκρατίας στην Θεσπρωτία. Τον συνοδεύει ο συνεργάτης του, επίσης μουσουλμάνος τουρκαλβανός από την Μαζαρακιά εν ονόματι Τζιεμαλής. Του λεει του Λεωνίδα, «σας έχουμε απαγάγει και θα ζητήσουμε λύτρα από τους δικούς σας. Μόλις μας τα φέρουν, θα σας ελευθερώσω. Μέχρι τότε θα είστε όμηροί μου και ο Τζιεμαλής θα σας φυλάει».
Στην Πλαταριά, στο Σκεπετό, οι γονείς των παιδιών έχουν ανησυχήσει πολύ και έχουν κινητοποιήσει τους πάντες και τα πάντα για να τα εντοπίσουν . Όμως τίποτα. Ξαφνικά εμφανίζεται ένας μουσουλμάνος και μεταφέρει τα μαντάτα στον παππού Μηνά , πατέρα του Λεωνίδα. «Ο Νταλιάνης έχει απαγάγει τα παιδιά σου και θέλει λύτρα. Αφού κάνεις ότι σου πει και του παραδώσεις τα χρήματα θα τα αφήσει ελεύθερα. Δεν έχεις πολύ χρόνο». Σάστισε και βουβάθηκε ο παππούς Μηνάς. Δεν ήξερε τι πρέπει να κάνει. Φωνάζει τους Κιτσαίους ( το σοι των Αναστασίου) και τους άλλους χωριανούς. Σκέπτεται μήπως θα έπρεπε να ενημερώσουν τους καραμπινιέρους. «Όχι» ήταν η ομόφωνη απάντηση. «Είμαστε σίγουροι ότι το γνωρίζουν και έχει γίνει με την ανοχή τους». «Να βρούμε τα χρήματα αλλά πώς, πόσα και πόσο σύντομα; ». Τελικά αποφασίζεται τις επόμενες εβδομάδες να πουληθεί όλο το βιος τους, κυρίως το λάδι και διάφορα τιμαλφή που διέθεταν, ενώ ταυτόχρονα και οι οικογένειες των υπόλοιπων συγχωριανών θα συνεισέφεραν όσο περισσότερο μπορούσαν.
Στην Κόντρα ,στο δάσος ,έχουν περάσει ήδη πολύ δύσκολες επτά ημέρες με ελιές, ψωμί και τυρί και τα δύο αδέλφια παραμένουν όμηροι πάντα κάτω από το άγρυπνο μάτι του φρουρού Τζιεμαλή. Ο Νταλιάνης, αντιλαμβανόμενος ότι δεν του χρειάζεται , αποφασίζει να ελευθερώσει την Ουρανία η οποία επιστρέφει στο σπίτι της σοκαρισμένη και ενημερώνει την οικογένεια ότι ο Λεωνίδας είναι καλά στην υγεία του .
Ξαφνικά μία πληροφορία φτάνει στον Νταλιάνη. Η φήμες λένε ότι ο Λεωνίδας κατά την διάρκεια της επιχείρησης της απαγωγής του είχε όπλο. Τον ρωτάει ευθέως « Λιώνη είχες όπλο ; », «Ναι» του απαντάει. «Που το έκρυψες» «Στο σημείο της ενέδρας κάτω από μία πέτρα». Στέλνει αμέσως άνθρωπο ο Νταλιάνης και το βρίσκει όπως ακριβώς του υπέδειξε ο Λεωνίδας. «Τελικά Λεωνίδα είσαι ειλικρινής και είσαι παλικάρι» του είπε «και να σου πω και κάτι άλλο. Ακόμα και αν ο πατέρας σου δεν μου δώσει τα λύτρα δεν θα σε σκοτώσω και θα σε αφήσω ελεύθερο». Η δέσμευση του Νταλιάνη έδωσε μεγάλη ανακούφιση στον καταβεβλημένο ψυχικά και σωματικά Λεωνίδα. Πήρε δύναμη να αντέξει τις υπόλοιπες μαρτυρικές ημέρες ομηρίας.
Oι μέρες περνούσαν αργά, βασανιστικά, Σαν αντίδραση στο άγχος, την ένταση και την ανασφάλεια ο Λεωνίδας κοιμόταν, όσο περισσότερο μπορούσε. Τις ώρες που ήταν όρθιος μόνο κακές σκέψεις πλημμύριζαν το μυαλό του. Τι θα γίνει τελικά , θα βρουν τα λύτρα οι γονείς του , θα τα καταφέρουν , θα το αφήσουν ελεύθερο.. Ένα ψυχολογικό μαρτύριο δίχως τέλος...
Στο μεταξύ στο Σκεπετό, η προετοιμασία συγκέντρωσης των χρημάτων ήταν πυρετώδης. Η οικογένεια ξεπουλήθηκε ολοκληρωτικά, αλλά και οι συγχωριανοί βοήθησαν όσο μπορούσαν. Τελικά σε ένα κλίμα φόβου, άγχους και πίεσης συγκεντρώθηκε το ποσό, ιλιγγιώδες για την εποχή. Οι φήμες μιλάνε για πέντε εκατομμύρια. Όλοι περίμεναν την επικοινωνία του απαγωγέα για να δώσει οδηγίες για το πότε, πως και που, θα παραδίδονταν τα λύτρα.
Και η στιγμή, έπειτα από 22 ημέρες αγωνίας, έφτασε. Το ραντεβού δόθηκε σε ένα σημεία δυτικά του Αργυροτόπου. Ξεκίνησαν από την Κόντρα, ο Λεωνίδας μαζί με τον Νταλιάνη και τον Τζεμαλή, έφτασαν, κρύφτηκαν και περίμεναν. Ο παππού-Μηνάς με μία βλάχικη τσάντα γεμάτη χαρτονομίσματα , έφτασε στο προσυμφωνημένο σημείο και την ακούμπησε στο έδαφος . Αφού αποχώρησε ο Νταλιάνης κατέβηκε και πήρε την τσάντα με τα λύτρα , «γεμάτη χαρτονομίσματα Γεωργίου Σταύρου». Ανέβηκε στην κρυψώνα και διέταξε τον νεαρό αλλά γραμματιζούμενο Λεωνίδα, «μοίρασέ τα μας σε επτά μερίδια». Ο Λεωνίδας τα μοίρασε και τους τα παρέδωσε.
«Είσαι ελεύθερος, φύγε» «γει ιλιρ , ικ » πρόσταξε ο Νταλιάνης. «Τον δρόμο τον ξέρεις . Από δω και πέρα μην φοβάσαι τίποτα. Πήγαινε στους δικούς σου».
Ο Λεωνίδας γεμάτος χαρά, αγωνία, και άγχος φεύγει τρέχοντας από τα βουνά του Αργυροτόπου και σε λίγη ώρα φτάνει στο Σκεπετό, στο σπίτι του .Πνίγηκε στις αγκαλιές των δικών του. Ωστόσο δεν υπήρχε χρόνος και διάθεση για πανηγυρισμούς. Ο πατέρας του τον έστειλε μαζί με την υπόλοιπη οικογένεια στην Πέστανη. Παρέμεινε εκεί μέχρι το 1947, όπου και επέστρεψε στην Πλαταριά. Στην Πέστανη, το σόι των «Κιτσαίων» ήταν αρκετά μεγάλο και ισχυρό ,γεγονός που έδινε μία αίσθηση ασφάλειας στην οικογένεια. Ο Λεωνίδας με τον Νταλιάνι ξανασυναντήθηκαν στην Πέστανη όταν ο δεύτερος, επικεφαλής ομάδος μουσουλμάνων συμμοριτών, επέδραμαν στο χωριό με δυστυχώς γνωστές συνέπειες. Όταν όμως αντίκρισε τον Λεωνίδα είπε «τους Κιτσαίους δεν θα τους πειράξετε». Και από τότε χάθηκε στην ιστορία.
Το ίδιο έγινε και με τους άλλους απαγωγείς . Πιθανώς διεφυγαν από την Ελλάδα μετά την απελευθέρωση της . Τα κίνητρα της απαγωγής , ήταν καθαρά οικονομικά εάν κρίνουμε από το αποτέλεσμα . Πόσοι ήταν τελικά οι απαγωγείς . Σύμφωνα με τα μερίδια που τους μοίρασε ο Λεωνίδας , ήταν επτά , ωστόσο εκτός από τους δύο που αναφέρονται στην περιγραφή , δεν θα μάθουμε ποτέ ποιοι ήταν οι υπόλοιποι...
Ο παππούς Λεωνίδας σήμερα ζει στην Πλαταριά, είναι σχεδόν 90 ετών και αποφάσισε μετά από αφόρητες πιέσεις μου, να διηγηθεί την περιπέτειά του, μετά από εβδομήντα ένα χρόνια .
«Δεν με πείραξαν, δεν με φόβισαν, ήταν φιλικοί μαζί μου. Δεν τους κρατάω καμία κακία» μου είπε κλείνοντας οριστικά, για τον ίδιο αυτό το κεφάλαιο.
Την περιγραφή μου την έδωσε μαζί με την γυναίκα του, γιαγιά Βασιλική, επίσης Πεστανιώτισσα . Η Βασιλική Ιωάννου είναι κόρη του Κόλιου Ιωάννου και ανιψιά του «λιονταριού» της Πέστανης, Τζέλιου (Βαγγέλη) Ιωάννου. Η γιαγιά , μου αποκάλυψε ότι κατά την διάρκεια της ομηρίας του, έγραψε ένα τραγούδι για την αγαπημένη του Βασίλω..
Την Τρίτη το πρωί πρωί,
Που πέρναγα από πέρα
Δυο κλέφτες μας συλλάβανε
Μας πήραν στα καρτέρια,
Μας βάλανε μπροστά , μπροστά ,
Μας βάλανε στο ρέμα
Και στο βουνό ψηλά ψηλά,
Φαινόταν η Βασίλω μου
Πως ήταν τα βουνά..
Όταν τον ρώτησα, «παππού» , «ξέρεις ότι εάν τότε δεν είχες απελευθερωθεί δεν θα υπήρχε τίποτα και κανένας , από όσα ζούμε στην οικογένεια σήμερα; ». Εκεί δάκρυσε και χαμογέλασε . Και μου είπε. «Ζήστε την ζωή σας εσείς και μην αφήνετε στιγμή να πάει χαμένη».
Ο Λεωνίδας μετά το τέλος της περιπέτειας του, παντρεύτηκε την Βασιλική και απέκτησε τέσσερα παιδιά, εννιά εγγόνια και πέντε δισέγγονα. Έζησε και συνεχίζει να ζει μία έντιμη και υπερήφανη ζωή ,πάντα στην αγαπημένη του Πλαταριά... μαζί με την Βασιλική του !!!